ἀκατάκλαστος

ἀκατάκλαστος
ἀκατάκλαστος
not
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακατάκλαστος — ἀκατάκλαστος, ον (Α) [κατακλῶ] 1. όποιος δεν μπορεί να σπάσει ή να λυγίσει, ο ισχυρός 2. αδυσώπητος, ανένδοτος …   Dictionary of Greek

  • ἀκατάκλαστον — ἀκατάκλαστος not masc/fem acc sg ἀκατάκλαστος not neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”